κομμωτῇ

κομμωτῇ
κομμωτής
dresser
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομμωτής — ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) [κομμώ (II)] αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά αρχ. καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν. β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί»,… …   Dictionary of Greek

  • κομμωτικός — ή, ό (AM κομμωτικός ή, όν) [κομμώ (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμης νεοελλ. το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική η τέχνη τού κομμωτή μσν. αρχ. (για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις… …   Dictionary of Greek

  • κομμωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κόμμωση. 2. το θηλ., κομμωτική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του κομμωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”